- ξηραλοιφώ
- ξηραλοιφῶ, -έω (Α)1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη τού σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῑνη ενασχόληση με τον αθλητισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -αλοιφῶ, μέσω ενός αμάρτυρου *ξηραλοιφός (< φρ. ξηρόν ἀλείφειν «αλείφω με λάδι τα ξηρά μέλη τού σώματος για να γίνουν ευλύγιστα»)].
Dictionary of Greek. 2013.