ξηραλοιφώ

ξηραλοιφώ
ξηραλοιφῶ, -έω (Α)
1. (για παλαιστές) αλείφω το σώμα μου μόνο με λάδι, χωρίς να λουστώ, προκειμένου να καταστούν τα μέλη τού σώματός μου εύκαμπτα και μαλακά
2. (το απρμφ. ως ουσ.) τo ξηραλοιφεῑν
η ενασχόληση με τον αθλητισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -αλοιφῶ, μέσω ενός αμάρτυρου *ξηραλοιφός (< φρ. ξηρόν ἀλείφειν «αλείφω με λάδι τα ξηρά μέλη τού σώματος για να γίνουν ευλύγιστα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξηραλοιφία — ξηραλοιφία, ἡ (Μ) [ξηραλοιφώ] επάλειψη τού σώματος τών παλαιστών με λάδι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”